- πανάκεια
- Γενικό φάρμακο. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι ορισμένα φυτά έχουν σχεδόν μαγικές ιδιότητες για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών και τους έδωσαν το όνομα π. Κατά τον Μεσαίωνα απέδιδαν αποτελεσματική δύναμη εναντίον οποιασδήποτε ασθένειας, και αυτών ακόμα των γηρατειών, σε πολλές ουσίες και αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία και η φιλοσοφική λίθος. Η μακροβιότητα των πατριαρχών της Γραφής αποδιδόταν στη χρήση της π. Οι αλχημιστές ονόμαζαν π. μία ορυκτή ουσία –ο κέρμης– που σε κατάλληλες δόσεις έχει μέτριες θεραπευτικές ιδιότητες και τη θεωρούσαν ικανή να θεραπεύσει κάθε αρρώστια και να παρατείνει τη ζωή επ» άπειρον. Επίσης η ζαφορά ήταν φυτική π. και το θειούχο κάλι διπλή π. (ή του Χολστάιν), το ανθρακικό μαγνήσιο αγγλική π., κλπ. Στους νεότερους χρόνους η λέξη, που έγινε παγκόσμια, χρησιμοποιείται μάλλον ειρωνικά για να χαρακτηρισθούν τα φάρμακα που γιατρεύουν τα πάντα.
* * *η (Α πανάκεια) [πανακής]1. φάρμακο το οποίο πιστευόταν ότι γιατρεύει κάθε ασθένεια2. μτφ. μέσο θεραπείας για οποιαδήποτε νοσηρή κατάσταση («οι προγραμματικές του δηλώσεις θεωρήθηκαν πανάκεια για την πολιτική κατάσταση»)3. ως κύριο όν. η Πανάκειαονομασία μιας από τις θυγατέρες τού Ασκληπιούαρχ.1. ονομασία ιαματικού βοτάνου ή τού χυμού του2. ονομασία διαφόρων φυτών3. ονομασία τού αριθμού έξι στη γλώσσα τών Πυθαγορείων.
Dictionary of Greek. 2013.